δημώδεις

δημώδεις
δημώδης
popular
masc/fem acc pl
δημώδης
popular
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Neugriechische Sprache u. Literatur — Neugriechische Sprache u. Literatur. Die N. Sprache ist das Altgriechische, vermischt mit italienischen, slawischen u. türkischen Wörtern u. in den Formen ziemlich verderbt. Sie ist die Umgangssprache der jetzigen Griechen, während die… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • βαυκός — βαυκός, ο (Α) 1. τρυφερός, αβρός, μαλακός 2. προσποιητός, επιτηδευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βαυκός, βαύκαλος καθώς και οι λέξεις που συνδέονται με αυτούς είναι δημώδεις και η ετυμολογία τους είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο τ. βαύκαλος μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • βλαισός — ή, ό (Α βλαισός, ή, όν) χαρακτηρισμός κάθε μέλους που παρουσιάζει κύρτωση με τη γωνία ανοιχτή προς τα έξω («βλαισό γόνατο», «βλαισός μεγάλος δάκτυλος του ποδιού») αρχ. 1. αυτός που συστρέφεται, που δεν εκτείνεται σε ευθεία γραμμή («βλαισός… …   Dictionary of Greek

  • θύκια — τα (λαϊκ. τ.) φύκια («είχε τα θύκια πάπλωμα», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θύκια αντί φύκια. Η εναλλαγή (θ) / (f) απαντά σε ορισμένους δημώδεις τ. (πρβλ. θηκάρι / φηκάρι)] …   Dictionary of Greek

  • ομοιοκαταληξία — Ταυτότητα ήχων μεταξύ δύο ή περισσότερων λέξεων, μετά την τονιζόμενη συλλαβή. Γενικά, ο όρος αναφέρεται σε λέξεις που βρίσκονται στο τέλος δύο συνεχόμενων ή γειτονικών στίχων. Οι ο. λέγονται οξύτονες ή καταληκτικές, παροξύτονες και προπαροξύτονες …   Dictionary of Greek

  • ρουσάλια — και ροζάλια, τα / ῥουσάλια και ῥοζάλια, ΝΜ γνωστή στο Βυζάντιο εορτή, που γινόταν τον Μάιο ή τον Ιούνιο και ονομάστηκε και ημέρα τών ρόδων και ροδισμός, είχε την προέλευσή της στη ρωμαϊκή λατρεία ως γιορτή τής άνοιξης, αλλά με την πάροδο τού… …   Dictionary of Greek

  • Κρυστάλλης, Κώστας — (Συρράκο, Ήπειρος 1868 – Άρτα 1894). Ποιητής και πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν έμπορος και η μητέρα του κόρη βοσκού. Φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και, ως μαθητής με πατριωτική έξαρση, έστειλε στην Αθήνα το πρωτόλειο επικό ποίημα Σκιαί… …   Dictionary of Greek

  • Πικατόρος, Ιωάννης — Έλληνας ποιητής του 16ου αι. από το Ρέθυμνο της Κρήτης. Έγινε κυρίως γνωστός από το ποίημαΡίμα θρηνητική εις τον πικρόν και ακόρεστον Άδην, η αξία του οποίου έγκειται προπαντός στις δημώδεις θρησκευτικές ιδέες της εποχής που εκφράζει. Αποτελείται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”